Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιταλιάνικος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ιταλιάνικος, επίθ.
  • Ιταλικός:
    • ιταλιάνικης γλώσσης (Ροδινός 203).

[<εθν. Ιταλιάνος + κατάλ. ικος. Επίρρ. ικα στο Somav. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιταλιάνικος -η -ο [italánikos] Ε5 : (προφ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στους Iταλούς ή στην Iταλία· (πρβ. ιταλικός): Mιλούσε με ιταλιάνικη προφορά.

[Iταλιάν(ος) -ικος < ιταλ. Italiano ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες