Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισόσπαστος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ισόσπαστος, επίθ.· ’σόσπαστος.
  • Τελείως σπασμένος:
    • έκρουεν … με τα κέρατα και ’σόσπαστον τον κάμνει (Διήγ. παιδ. 1030).

[<(ι)σοσπώ (βλ. σο‑) <επίθ. ίσος + σπω (Ξανθ., Μελετ. 239, Κριαράς, ΕΕΒΣ 9, 1932, 376), αν όχι σχετ. με το συσπώ (Κουκουλές, ΕΕΦΣΠΑ 6, 1955/56, 318, Eideneier, Eλλην. 28, 1975, 455, Τσοπανάκης 1983: II 600)· πβ. και Πλατάκης, Κρητολ. 9, 1979, 45-52. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Ξανθ., ό.π., Πιτυκ., Κουκουλές, ό.π.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες