Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ισόρροπος, επίθ.
-
- 1) Που αντισταθμίζει ακριβώς κάπ. άλλον:
- Έχεις και γαρ ισόρροπον θεράποντα τοις πάσιν (Πρέσβ. ιππ. 164).
- 2) Ισάξιος:
- ισόρροπους τους έκαμεν των αφεντών (Χρον. Τόκκων 3106).
[αρχ. επίθ. ισόρροπος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που αντισταθμίζει ακριβώς κάπ. άλλον:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισόρροπος -η -ο [isóropos] Ε5 : 1. Iσόρροπες δυνάμεις, που εξασφαλίζουν μια κατάσταση ισορροπίας. 2. αρμονικός: Iσόρροπη οικονομική ανάπτυξη, ίδια σε όλους τους τομείς της.
ισόρροπα ΕΠIΡΡ με τρόπο ισόρροπο· αρμονικά. [λόγ. < αρχ. ἰσόρροπος]



