Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ισόποσος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ισόποσος, επίθ.
  • Ίσος σε ποσότητα:
    • βάλε καντίον ισόποσον του άλατος (Ορνεοσ. 58023).

[<επίθ. ίσος + ουσ. ποσόν. Η λ. στο Du Cange (ον) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισόποσος -η -ο [isóposos] Ε5 : που ως ποσό ή ποσότητα είναι ίσος με άλλον: Tρεις ισόποσες δόσεις. Iσόποσα μερίδια. || που γίνεται σε ίσα ποσά ή σε ίσες ποσότητες: Iσόποση κατανομή.

[λόγ. < μσν. ισόποσος < ισο- + ποσ(όν) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go