Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ισόπεδος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισόπεδος -η -ο [isópeδos] Ε5 : που είναι στο ίδιο επίπεδο σε σχέση με άλλον ή που δεν αποτελείται από διαφορετικού ύψους επίπεδα. ANT ανισόπεδος: Iσόπεδη διάβαση (στο επίπεδο του δρόμου). ~ συγκοινωνιακός κόμβος.

[λόγ. < αρχ. ἰσόπεδος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go