Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισόπαλος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισόπαλος -η -ο [isópalos] Ε5 : που αναδείχνεται ίσος με τον αντίπαλό του, που πετυχαίνει την ίδια επίδοση με αυτόν: Ήρθαμε / βγήκαμε ισόπαλοι. Tο τέλος του αγώνα βρήκε τις δύο ομάδες ισόπαλες.

[λόγ. < ελνστ. ἰσόπαλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες