Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισόπαλος -η -ο [isópalos] Ε5 : που αναδείχνεται ίσος με τον αντίπαλό του, που πετυχαίνει την ίδια επίδοση με αυτόν: Ήρθαμε / βγήκαμε ισόπαλοι. Tο τέλος του αγώνα βρήκε τις δύο ομάδες ισόπαλες.
[λόγ. < ελνστ. ἰσόπαλος]



