Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ισχυρίζομαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισχυρίζομαι [isxirízome] Ρ2.1β : διατυπώνω και υποστηρίζω μια γνώμη, άποψη κτλ., με τρόπο επίμονο και αξιώνοντας να γίνω πιστευτός· διατείνομαι: Iσχυρίστηκε ότι είναι αθώος. Tίποτα από όσα με πάθος ισχυριζόταν δεν μπόρεσε να αποδείξει.

[λόγ. < αρχ. ἰσχυρίζομαι `επιμένω πεισματικά΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ισχυρίζομαι.
  • Ισχυροποιώ τη θέση μου, γίνομαι δυνατός:
    • δήθεν ισχυρίζετο (ενν. ο κλέπτης, δηλ. ο Αδάμ), πλέκων απολογίας (Γλυκά, Αναγ. 21).

[αρχ. ισχυρίζομαι. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go