Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισχυρά
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ισχυρά, επίρρ.
  • Με δύναμη, με ανδρεία:
    • ισχυρά πολεμούντες (Πανάρ. 7925).

[<επίθ. ισχυρός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες