Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ισχιαλγία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισχιαλγία η [isxialjía] Ο25 : πόνος του ισχιακού νεύρου.

[λόγ. < γερμ. Ischialgie < αρχ. ἰσχι(άς) `πόνος των ισχίων΄ + -algie = -αλγία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go