Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισχιαλγία η [isxialjía] Ο25 : πόνος του ισχιακού νεύρου.
[λόγ. < γερμ. Ischialgie < αρχ. ἰσχι(άς) `πόνος των ισχίων΄ + -algie = -αλγία]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. < γερμ. Ischialgie < αρχ. ἰσχι(άς) `πόνος των ισχίων΄ + -algie = -αλγία]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |