Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ισχαιμία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισχαιμία η [isxemía] Ο25 : (ιατρ.) αναστολή ή ελάττωση της κυκλοφορίας του αίματος σε ορισμένο μέρος ή όργανο του σώματος.

[λόγ. < γαλλ. ischémie < αρχ. ἴσχαιμ(ος) `που σταματάει το αίμα΄ -ie = -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go