Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ισχίο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισχίο το [isxío] Ο39 : (ανατ.) το γύρω από την άρθρωση των μηριαίων οστών μέρος του σώματος.

[λόγ. < αρχ. ἰσχίον]

[Λεξικό Κριαρά]
ισχίον το.
  • Γοφός:
    • (Κυνοσ. 59321).

[αρχ. ουσ. ισχίον. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go