Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιστόριασμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ιστόριασμα το· ’στόριασμα.
  • Εικόνα:
    • εγέννησεν εις την ομοιότη του σαν το ’στόριασμά του (Πεντ. Γέν. V 3).

[<αόρ. του ιστοριάζω + κατάλ. μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες