Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιστόριαση
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ιστόριαση η· ’στόριαση.
  • α) Εικόνα:
    • είπεν ο Θεός να κάμομε άθρωπο εις τη ’στόριασή μας σαν την ομοιότη μας (Πεντ. Γέν. I 26
  • β) ομοίωμα:
    • μη κάμεις εσέν πελεκητό και παν ’στόριαση ος εις τους ορανούς αποπάνου (αυτ. Έξ. XX 4
  • γ) μορφή:
    • εσείς ακούγετε και ’στόριαση δεν εσείς βλέπετε οξωθιό φωνή (αυτ. Δευτ. IV 12).

[<ιστοριάζω + κατάλ. ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες