Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιστόγραμμα το [istóγrama] Ο49 : γραφική απεικόνιση κατανομής συχνοτήτων.
[λόγ. < αγγλ. histogram < αρχ. ἱστό(ς) `κατάρτι, κοντάρι΄ + -gram < αρχ. γράμμα]



