Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιστορικώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ιστορικώς, επίρρ.
  • 1) Με τρόπο ιστορικό:
    • ειδέ και τις ιστορικώς τον λόγον τούτο λάβει (Γλυκά, Αναγ. 282).
  • 2) Ακριβώς:
    • είτι εσυνέβησαν καθένα στον καιρόν τους ιστορικώς τα γράφομεν (Ιστ. Βλαχ. 81).

[μτγν. επίρρ. ιστορικώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες