Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιστοριάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ιστοριάζω· ’στοριάζω.
  • Απεικονίζω, αναπαριστώ μορφή:
    • εστόριασεν αυτό με το γλυφτήρι και έκαμεν το μοσκάρι χυτό (Πεντ. Έξ. XXXII 4
    • πέτρα ’στοριασμένη (αυτ. Λευιτ. ΧΧVΙ 1).

[<ουσ. ιστορία + κατάλ. ιάζω ή <ιστορίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες