Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιστολογικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιστολογικός -ή -ό [istolojikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστολογία: Iστολογική μελέτη. Iστολογικές έρευνες / παρατηρήσεις. Iστολογικό εργαστήριο. ιστολογικώς ΕΠIΡΡ από την άποψη της ιστολογίας.

[λόγ. < γαλλ. histologique < histolog(ie) = ιστολογ(ία) -ique = -ικός· λόγ. ιστολογικ(ός) -ώς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go