Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιστοκαλλιέργεια η [istokaliérjia] Ο27 : (ιατρ.) η καλλιέργεια, η διατήρηση ζωντανών ιστών μέσα σε κατάλληλο υγρό, για διαγνωστικούς ή ερευνητικούς σκοπούς.
[λόγ. ιστο- + -καλλιέργεια μτφρδ. αγγλ. tissue culture]



