Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιστιοπλόος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιστιοπλόος ο [istioplóos] Ο18 θηλ. ιστιοπλόος [istioplóos] Ο35 : αυτός που συμμετέχει σε ιστιοπλοΐα· (πρβ. ιστιοδρόμος).

[λόγ. ιστιοπλο(ΐα) -ος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go