Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισραηλιτικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ισραηλιτικός, επίθ.
  • Που κατάγεται από τον Ισραήλ:
    • (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 39332).

[μτγν. επίθ. ισραηλιτικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισραηλιτικός -ή -ό [izrailitikós] Ε1 & ισραηλίτικος -η -ο [izrailítikos] Ε5 : που ανήκει ή αναφέρεται στους Iσραηλίτες· (πρβ. εβραϊκός): H Iσραηλιτική Kοινότητα της Θεσσαλονίκης.

[λόγ. < ελνστ. ἰσραηλιτικός· Iσραηλίτ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες