Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισούμαι [isúme] Ρ (στο γ' πρόσ.) ισούται, ισούνται, πρτ. ισούνταν : (λόγ.) είμαι ίσος: Tο άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου ισούται με το άθροισμα δύο ορθών.
[λόγ. < αρχ. ἰσοῦμαι, παθ. του ρ. ἰσῶ]



