Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ισοσκελής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισοσκελής -ής -ές [isoskelís] Ε10 : που έχει ίσα σκέλη. ANT ανισοσκελής: Iσοσκελές τρίγωνο, που έχει δύο πλευρές ίσες. || ~ προϋπολογισμός, ισοσκελισμένος.

[λόγ. < αρχ. ἰσοσκελής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go