Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ισοπεδώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισοπεδώνω [isopeδóno] -ομαι Ρ1 : 1α. κάνω ένα τμήμα εδάφους επίπεδο και ομαλό: ~ ένα οικόπεδο. β. (για κτίσμα κτλ.) ρίχνω κάτω στο έδαφος, γκρεμίζω ολοσχερώς: Ο δυνατός άνεμος ισοπέδωσε τις καλύβες. 2. (μτφ.) εξισώνω, καταργώ στη σκέψη μου ή δε λαβαίνω υπόψη μου πραγματικές διαφορές ή διαβαθμίσεις: Kρίσεις και ερμηνείες δογματικές, που ισοπεδώνουν, αντί να αναδείχνουν, τις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης.

[λόγ. < μσν. ισοπεδ(ώ) -ώνω < ισόπεδ(ος) -ώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go