Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισομερής -ής -ές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισομερής -ής -ές [isomerís] Ε10 : α. που αποτελείται από ίσα μέρη ή που γίνεται κατά ίσα μέρη: ~ κατανομή. β. (χημ.) Iσομερείς χημικές ενώσεις / ισομερή σώματα, που παρουσιάζουν το φαινόμενο της ισομέρειας.

[λόγ.: α: ελνστ. ἰσομερής· β: γαλλ. isomère (στη νέα σημ.) < αρχ. ἰσομερής `διαιρεμένος ίσα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες