Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισομέρεια η [isoméria] Ο27 : α. η ιδιότητα του ισομερούς, η ισότητα των μερών που απαρτίζουν κτ. β. (χημ.) το φαινόμενο κατά το οποίο χημικές ενώσεις με διαφορετικές φυσικές και χημικές ιδιότητες, έχουν την ίδια εκατοστιαία σύνθεση και το ίδιο μοριακό βάρος.
[λόγ.: α: ελνστ. ἰσομέρεια `ισότητα΄· β: γαλλ. isomérie < isomèr(e) = ισομερ(ής) -ie = -εια]



