Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ισοβάθμιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισοβάθμιος -α -ο [isováθmios] Ε6 : που έχει ίσο βαθμό· που βρίσκεται στην ίδια βαθμίδα μιας ιεραρχικής ή βαθμολογικής κλίμακας με κπ. άλλον· (πρβ. ισόβαθμος): Iσοβάθμιοι υπάλληλοι.

[λόγ. ισο- + βαθμ(ός) -ιος μτφρδ. γαλλ. du même grade]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go