Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιπποσύνη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιπποσύνη η [iposíni] Ο30 : το κοινωνικό στρώμα των ιπποτών του Mεσαίωνα, καθώς και τα ήθη, το πνεύμα και οι αντιλήψεις τους: Xειροτονήθηκε ιππότης σύμφωνα με όλους τους νόμους της ιπποσύνης· (πρβ. ιπποτισμός).

[λόγ. < αρχ. ἱπποσύνη `ιππευτική τέχνη΄ σημδ. γαλλ. chevalerie]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go