Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ιπποδρόμιον το· ιπποδρόμιο.
-
- 1) Ιππόδρομος:
- ήλθε από το ιπποδρόμιο (Δωρ. Μον. (Βαλ.) 42).
- 2) Ιππικοί αγώνες:
- εποίησε ιπποδρόμιον και δρόμους και αγώνας (Αχιλλ. N 113).
[<αρχ. ουσ. ιππόδρομος + κατάλ. ‑ιον. Η λ. τον 4. αι. (Lampe). Ο τ. και σήμ.]
- 1) Ιππόδρομος: