Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ιπποδάμειος ο.
-
- Ιππέας:
- πεζούς κι ιπποδαμείους (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 725).
[<αρχ. επίθ. ιππόδαμος + κατάλ. ‑ειος. Πβ. μτγν. θηλ. ιπποδάμεια (L‑S Suppl.)]
- Ιππέας: