Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιππο
27 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιππο- [ipo] & ιππό- [ipó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ιππ- [ip], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. ίππος ως α' συνθετικό σε λόγιας προέλευσης ονόματα· δηλώνει: Iα. ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στο άλογο· (πρβ. αλογο-): ~κόμος, ~τροφείο. || ιππόδρομος. || ιππήλατος. β. ομοιότητα με το άλογο: ιππόκαμπος. II. ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στο ίπποςII: ~δύναμη.

[λόγ.: I: αρχ. ἱππ(ο)- θ. του ουσ. ἵππο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἱππο-δρομία· II: σε μτφρδ.: ιππο-δύναμη < αγγλ. horsepower]

[Λεξικό Κριαρά]
ιπποδάμειος ο.
  • Ιππέας:
    • πεζούς κι ιπποδαμείους (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 725).

[<αρχ. επίθ. ιππόδαμος + κατάλ. ειος. Πβ. μτγν. θηλ. ιπποδάμεια (L‑S Suppl.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιπποδρομία η [ipoδromía] Ο25 : αγώνας ταχύτητας μεταξύ ιππέων, κυρίως αυτός κατά τον οποίο οι θεατές παίζουν χρηματικά στοιχήματα· (πρβ. ιππικοί αγώνες): Έχασε πολλά χρήματα στις ιπποδρομίες.

[λόγ. < αρχ. ἱπποδρομία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιπποδρομιακός -ή -ό [ipoδromiakós] Ε1 : που αναφέρεται σε ιπποδρομία: Iπποδρομιακό στοίχημα.

[λόγ. ιπποδρομί(α) -ακός (πρβ. ελνστ. ἱπποδρομικός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιπποδρόμιο το [ipoδrómio] Ο40 : χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος (με γήπεδο και κερκίδες) για αγώνες ιπποδρομίας (ή και για άλλους ιππικούς αγώνες)· ιππόδρομος.

[λόγ. < ελνστ. ἱπποδρόμιον]

[Λεξικό Κριαρά]
ιπποδρόμιον το· ιπποδρόμιο.
  • 1) Ιππόδρομος:
    • ήλθε από το ιπποδρόμιο (Δωρ. Μον. (Βαλ.) 42).
  • 2) Ιππικοί αγώνες:
    • εποίησε ιπποδρόμιον και δρόμους και αγώνας (Αχιλλ. N 113).

[<αρχ. ουσ. ιππόδρομος + κατάλ. ιον. Η λ. τον 4. αι. (Lampe). Ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιππόδρομος ο [ipóδromos] Ο19 : χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος (με γήπεδο και κερκίδες) για αγώνες ιπποδρομίας (ή και για άλλους ιππικούς αγώνες)· ιπποδρόμιο. || (επέκτ.) αγώνες ιπποδρομίας: Παίζει στον ιππόδρομο.

[λόγ. < ελνστ. ἱππόδρομος, αρχ. σημ.: `αρματοδρομία΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιπποδύναμη η [ipoδínami] Ο33 : η ισχύς μιας μηχανής σε ίππους: H ~ μιας μηχανής / ενός αυτοκινήτου.

[λόγ. ιππο-II + δύναμ(ις) -η μτφρδ. αγγλ. horsepower]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιπποειδή τα [ipoiδí] Ο (βλ. Ε10) : (ζωολ.) οικογένεια μονόχηλων θηλαστικών στην οποία ανήκει το άλογο, ο ημίονος, ο γάιδαρος, η ζέβρα κ.ά.

[λόγ. ιππο-I + -ειδή, ουδ. πληθ. του -ειδής, μτφρδ. νλατ. equidae]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιππόκαμπος ο [ipókambos] Ο20α : 1. ζώο της θάλασσας (ψάρι), με ιδιαίτερα περίεργο σχήμα, το οποίο κολυμπά σε μια κάθετη (όρθια) θέση και του οποίου η στάση και το σχήμα του κεφαλιού θυμίζει άλογο· αλογάκι της θάλασσας. 2. (στην αρχ. ελλην. μυθολογία) θαλάσσιο τέρας με κεφάλι αλόγου και ουρά ψαριού: H παράσταση του ιππόκαμπου συμβόλιζε, ίσως, τη σύγκρουση των δυνάμεων της θάλασσας και της ξηράς.

[λόγ. < αρχ. ἱππόκαμπος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες