Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιοντισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιοντισμός ο [iondizmós] Ο17 : (φυσ.) η μεταβολή ουδέτερων μορίων ή ατόμων σε αντίθετα ιόντα· ιονισμός.

[λόγ. ιοντισ- (ιοντίζω) -μός μτφρδ. διεθ. ionization (ion = ιόν)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go