Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιντερπόλ η [interpól] Ο (άκλ.) : διεθνής αστυνομία.
[λόγ. < γαλλ. interpol (ορθογρ. δαν.) < σύντμ. των inter(national) `διεθνής΄ και pol(ice) `αστυνομία΄]