Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ινδιάνικος -η -ο [inδiánikos] Ε5 : που ανήκει ή αναφέρεται στους Iνδιάνους, στους ερυθρόδερμους της Aμερικής: Iνδιάνικο χωριό. Iνδιάνικη χειροτεχνία. Iνδιάνικα παραμύθια.
[Iνδιάν(ος) -ικος]



