Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιμπέριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ιμπέριο το· ιμπέριον.
  • Αυτοκρατορία·
    • (ως κύρ. όν.) η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το κράτος των Αψβούργων:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 38018).

[<λατ. imperium. Η λ. το 12. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες