Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιλουστρασιόν [ilustrasxón] Ε (άκλ.) : για είδος χαρτιού με γυαλιστε ρή επιφάνεια: Kόλες / χαρτί ~. Εκτύπωση σε ~.
[λόγ. < γαλλ. illustration (ορθογρ. δαν.)]



