Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιλιγγιώδης -ης -ες
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιλιγγιώδης -ης -ες [ilingióδis] Ε11 : που είναι τόσο πολύ μεγάλος, ώστε να προκαλεί ίλιγγο, ζάλη ή κατάπληξη: ~ ταχύτητα. Iλιγγιώδη ποσά, καταπληκτικά, τεράστια. H τιμή του χρυσού έφτασε σε ιλιγγιώδη ύψη. ιλιγγιωδώς ΕΠIΡΡ με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

[λόγ. < ελνστ. ἰλιγγιώδης· λόγ. ιλιγγιώδ(ης) -ώς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go