Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιλαρύνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ιλαρύνω.
  • (Μέσ.) χαίρομαι:
    • Χαρίζει, μη ονείδιζε, παρέχεις, ιλαρύνου (Σπαν. M 119).

[μτγν. ιλαρύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες