Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιλαρός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ιλαρός, επίθ.
  • 1) Χαρούμενος, εύθυμος:
    • (Χρον. σουλτ. 1045).
  • 2) Καλοπροαίρετος:
    • ελεημοσύνη ιλαρά (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 548).
  • Το ουδ. ως ουσ. = ευθυμία:
    • το πράον του, το ιλαρόν (Χρον. Τόκκων 3055).

[αρχ. επίθ. ιλαρός. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιλαρός -ή -ό [ilarós] Ε1 : χαρωπός, φαιδρός, εύθυμος.

[λόγ. < αρχ. ἱλαρός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go