Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ικανοποιητικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ικανοποιητικός -ή -ό [ikanopiitikós] Ε1 : που ικανοποιεί ή μπορεί να ικανοποιήσει: α. (για πράξη, αποτέλεσμα): Iκανοποιητική απάντηση / απόδοση / επίδοση. β. (για παροχή): ~ μισθός. Iκανοποιητική αμοιβή. ικανοποιητικά & (λόγ.) ικανοποιητικώς ΕΠIΡΡ με τρόπο ή σε ποσότητα που ικανοποιεί.

[λόγ. ικανοποιη- (ικανοποιώ) -τικός· λόγ. ικανοποιητικ(ός) -ώς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go