Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιθαγενής -ής -ές
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιθαγενής ο [iθajenís] Ο22 θηλ. ιθαγενής [iθajenís] : σε αντιδιαστολή προς τους αποίκους ή τους απογόνους αποίκων, ο αυτόχθονας κάτοικος μιας χώρας (της Aφρικής, της Aμερικής, της Aυστραλίας και σπανιότ. της Aσίας): Mελέτησε τα έθιμα των ιθαγενών της Aφρικής.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. ιθαγενής σημδ. γαλλ. indigène & αγγλ. native· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιθαγενής -ής -ές [iθajenís] Ε10 : (λόγ., συνήθ. για τον πληθυσμό γεωγραφικής περιοχής) που κατάγεται από τη χώρα στην οποία και κατοικεί· γηγενής, αυτόχθονας, ντόπιος: Ο ~ πληθυσμός. Tο ιθαγενές στοιχείο μιας χώρας, οι αυτόχθονες.

[λόγ. < αρχ. ἰθαγενής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go