Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιζηματογενής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιζηματογενής -ής -ές [izimatojenís] Ε10 : (γεωλ.) που σχηματίζεται από ιζήματα: Iζηματογενές απόθεμα / έδαφος. Iζηματογενή πετρώματα, ιζήματα.

[λόγ. ιζηματ- (ίζημα) -ο- + -γενής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go