Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιεροσυλία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιεροσυλία η [ierosilía] Ο25 : α. η κλοπή ή αρπαγή ιερών πραγμάτων από ναό ή άλλο ιερό χώρο: H ~ τιμωρείται από το νόμο με βαρύτατες ποινές. β. για κάθε πράξη που προσβάλλει κτ. το ιερό ή σεβαστό· βεβήλωση: Πράξη ιεροσυλίας, ιερόσυλη πράξη. Aπό έναν άκρατο συντηρητισμό, θεωρούσαν κάθε νεωτερισμό αμάρτημα και ~.

[λόγ. < αρχ. ἱεροσυλία]

[Λεξικό Κριαρά]
ιεροσυλία η.
  • Ιεροσυλία:
    • (Χειλά, Χρον. 353).

[αρχ. ουσ. ιεροσυλία. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go