Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιερολοχίτης ο [ieroloxítis] Ο10 : πολεμιστής στρατιωτικού σώματος το οποίο έχει την επωνυμία «Iερός Λόχος»: H θυσία των ιερολοχιτών στο Δραγατσάνι το 1821.
[λόγ. ιερ(ός) -ο- + λόχ(ος) -ίτης]



