Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ιεροδενδρία η.
-
- Λατρευτικός χώρος όπου βρίσκονται ιερά δένδρα:
- συν ιερεύσι πάσιν εισήλθεν ένδον μετ’ αυτών της ιεροδενδρίας (Βίος Αλ. 4993).
[<επίθ. ιερός + ουσ. δένδρον]
- Λατρευτικός χώρος όπου βρίσκονται ιερά δένδρα: