Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιεραποστολικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιεραποστολικός -ή -ό [ierapostolikós] Ε1 : α. που ανήκει ή αναφέρεται στην ιεραποστολή ή στον ιεραπόστολο: Iεραποστολική δράση / οργάνωση. Iεραποστολικό έργο. β. (μτφ.) που τον διακρίνει βαθιά πίστη, άκρα ανιδιοτέλεια, αλτρουισμός, διάθεση αυτοθυσίας: Aνέλαβαν τη συνέχιση του έργου του με ιεραποστολικό ζήλο. ιεραποστολικά ΕΠIΡΡ συνήθ. στη σημ. β.

[λόγ. ιεραπόστολ(ος) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go