Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδρωτοποιός -ός -ό [iδrotopiós] Ε13 : (ανατ.) ιδρωτοποιοί αδένες, αδένες του δέρματος που εκκρίνουν ιδρώτα.
[λόγ. < ελνστ. ἱδρωτοποιός `που προκαλεί ιδρώτα΄ σημδ. γαλλ. sudorifère]



