Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιδρυτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδρυτικός -ή -ό [iδritikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ίδρυση ή που γίνεται για να ιδρυθεί κτ.: Iδρυτική συνέλευση / απόφαση / διακήρυξη. ~ νόμος. Iδρυτικό συμβόλαιο. Iδρυτική πράξη. || Tα ιδρυτικά μέλη ενός συλλόγου / μιας εταιρείας κτλ., οι ιδρυτές και μέλη. || (ως ουσ., για έγγραφα κτλ.) το ιδρυτικό.

[λόγ. ιδρυτ(ής) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go