Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδρυματισμός ο [iδrimatizmós] Ο17 : οι επιπτώσεις που έχει πάνω στο χαρακτήρα και στη συμπεριφορά των τροφίμων φιλανθρωπικού ή ειδικού ιδρύματος, η παρατεταμένη διαβίωσή τους μακριά από το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον.
[λόγ. ιδρυματ- (ίδρυμα) -ισμός μτφρδ. αγγλ. institutionalism]



