Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιδιόρρυθμος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδιόρρυθμος -η -ο [iδióriθmos] Ε5 : που έχει έναν αποκλειστικά δικό του χαρακτήρα (τρόπο, μορφή, ρυθμό), διαφορετικό από ό,τι θεωρείται κοινό και κανονικό ή καθιερωμένο· (πρβ. ιδιότροπος, ιδιόμορφος, παράξενος, αλλόκοτος): ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Iδιόρρυθμη συμπεριφορά. Iδιόρρυθμο ντύσιμο. Iδιόρρυθμη κατάσταση / περίπτωση. Iδιόρρυθμη κατασκευή / μουσική. Iδιόρρυθμο κτίριο. || (εκκλ.) ιδιόρρυθμα μοναστήρια, στα οποία επιτρέπεται ο ιδιαίτερος τρόπος ζωής του κάθε μοναχού. ANT κοινοβιακός. ιδιόρρυθμα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἰδιόρρυθμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go