Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιδιοποίηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδιοποίηση η [iδiopíisi] Ο33 : η πράξη του ιδιοποιούμαι· (πρβ. οικειοποίηση): Kαταδικάστηκε για ~ δημόσιου εγγράφου / δημόσιου χρήματος.

[λόγ. < ελνστ. ἰδιοποίη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go